λιαρός

λιαρός
λιαρός, -ά, -όν (Α)
1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ' αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ' ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ. χλιαρός. Πιθ. λιαρός < *λισαρός, οπότε είναι συγγενές με αρχ. άνω γερμ. lĩso «μαλακώνω», μέσ. άνω γερμ. lĩse «ήπιος, πράος», λιθουαν. lysti «ισχνός». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. συνδέεται με τους τ. λιτός και λεῖος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιαρός — warm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαρόν — λιαρός warm masc acc sg λιαρός warm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαροῖο — λιαρός warm masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαροῖσι — λιαρός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαροῖσιν — λιαρός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαροῦ — λιαρός warm masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαρῇσιν — λιαρός warm fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαρή — λιαρός warm fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαρήν — λιαρός warm fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιαρῷ — λιαρός warm masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”